top of page

ΜΝΗΜΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ

ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 1-7 Μαΐου 1999

ΑΝΟΙΧΤΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ : «Χώρα Ίψεν»


Αξίωση έργου σπουδαίου


Η Κα.Άλβιγκ με τον Πάστορα Μάντερς

Ο τίτλος αποδεικνύεται σχεδόν προσχηματικός. Η εκκίνηση γίνεται ασφαλώς απ’ τα πάσχοντα πρόσωπα του Νορβηγού, η διαπραγμάτευση τους όμως είναι αναγνωρίσιμα τραγωδιακή. Ο Καμπανέλλης θέλει δε θέλει κάνει αναγωγές σε θεμελιακές συγκρούσεις , στα πεδία που τα ορμέμφυτα συγκρούονταν με τις ηθικές επιταγές. Το ένστικτο ενάντια στην ιστορική ανάγκη. Στις νύξεις και στις υποψίες του Ίψεν ο δικός μας συγγραφέας στήνει το πρόβλημα σε καθαρά υπαρξιακή βάση, πλησιάζοντας από φιλοσοφική άποψη το έργο του Σαρτρ «Ο Θεός και ο Διάβολος». Ένα ανθρώπινο πλάσμα, μια γυναίκα, μεταξύ δυο δαιμόνων, του «καλού» και του κακού.


Πολλούς μας προβλημάτισε το κρεβάτι της κ. Άλβινγκ όταν την ακούγαμε στην σχετική σκηνή των «Βρυκολάκων» να καταγγέλει τα ακραία πάθη του συζύγου της. Πόσο ανταποκρινόταν, πόσο συμμετείχε, πόσο ενέδιδε και πόσο το ίδιο της το σώμα την παρέσυρε στην προδοσία των αρχών εγκράτειας και αποχής. Ο Μισίμα περισσότερο απελευθερωμένος απ’ τον Ίψεν, βάζει την μαντάμ ντε Σαντ να κατηγορεί τον ηδονιστή σύζυγό της Μαρκήσιο για τα όργια στα οποία πήρε μέρος με την θέλησή της. Πόσο εφικτή είναι η κατάπνιξη της παρόρμησης, η αντίσταση στην έλξη της απόλαυσης, η απόλυτη αποκήρυξη του σώματος.


Το θέμα είναι αμείλικτα επίκαιρο. Η εκκλησία μας καταδικάζει, ακόμα και σήμερα, τις προγαμιαίες σχέσεις και κάνει την παραχώρηση να κατανοήσει και να επιτρέψει την σεξουαλική απόλαυση της γυναίκας κυρίως και μόνο για την επίτευξη της σύλληψης. Ο πάστορας Μάντερς δεν έχει στο έργο του Καμπανέλλη ανθρώπινη πλευρά. Καθόλου. Ούτε στη ώριμη ηλικία δείχνει καμιά συγκατάβαση για τον οδυνηρό διχασμό που πλήγωνε τον βίο ολόκληρο της Έλενας, πρόσωπο, υποτίθεται προσφιλέστατό του.

Ο αγνός παπάς γεννήθηκε με απαισθησία, είναι ξοανικός, σε κανένα σημείο δεν παλεύει, δεν συγκρούεται με το σώμα του. Είναι το ιδανικό των εκκλησιαστικών απαιτήσεων. Βρίσκεται πέραν και του Χριστού αφού εκείνος ήταν δισυπόστατος. Ο Μάντερς του Καμπανέλλη είναι η καταγγελία της ακρότητας, του φανατισμού, του πλήρους απανθρωπισμού.


Πρωταγωνιστικό πρόσωπο σε διαστάσεις τραγικού όντος είναι η γυναίκα, εκπρόσωπος του ανθρώπου. Βρίσκεται στην διελκυστίνδα ανάμεσα στο σώμα και στην άρνησή του. Κατηχημένη από θρησκευτικές προκαταλήψεις και αρχές θεωρεί την ανέφικτη που της προτείνει η εκκλησία ως πνευματικό χρέος και έλκεται συναισθηματικά από τον παπά. Εκείνος δεν ανταποκρίνεται βρίσκει όμως την ευκαιρία να ορθώσει τις απαγορεύσεις του. Αντιμετώπιση ανθρώπινη σε κανένα επίπεδο.


Η Έλεν αφήνεται στην έλξη του λοχαγού που βρίσκει μεν ηδονές της σάρκας, ούτε ίχνος όμως συναισθήματος. Μέσα σ’ αυτήν την στέρηση, την αγριότητα και τις ενοχές κλιμακώνει τον βίο της κ. Άλβινγκ, ο Καμπανέλλης. Και μέσα απ’ αυτές τις οδύνες μας την εμφανίζει ώριμη, σοφή και τραγική όταν επιβάλλει στον Μάντερς να δεχθεί την συγκάλυψη, την «νομιμοποίηση» της αμαρτίας.


Το έργο επιδέχεται και άλλες θεωρήσεις. Η πολυπρισματικότητά του απαιτεί και επιτρέπει διάφορες τομογραφίσεις στο μήκος του κορμού του. Προσφέρει πρώτα-πρώτα ένα ελκυστικό υλικό για ψυχολογικές ψαύσεις των ηρώων και ασφαλώς ο συγγραφέας έχει ασχοληθεί για το χτίσιμο αυτής της πτέρυγας. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα ο Μάντερς προσφέρεται για πολύπλευρες συνεδρίες και σ’ αυτή την περίπτωση παραλαμβάνει αυτός την σκυτάλη της τραγικότητας.


Δυστυχώς πρόλαβα μόλις να θίξω το δικό του υπαρξιακό υπόβαθρο η πιο σωστά το οντολογικό. Δεν μπορώ να παραλείψω ωστόσο να επαινέσω την έξοχη σεναριακή δομή του μα τα «φλας μπακ» που την βρήκα εξαιρετικά προσαρμοσμένη στα σκηνικά δεδομένα, την θεατρικότατη σχεδίαση των προσώπων, πρόσφορων να δεχθούν οποιαδήποτε γόμωση απ’ την σκηνοθετική πρόθεση.


Ο Γιώργος Μιχαηλίδης πρόσφερε στο έργο μια σκηνοθεσία θεατρική, ατμοσφαιρική και ευκρινή όσον αφορά τα σημασιολογικά του στοιχεία. Σοφότατα δεν μείωσε την ηθογραφική αίσθηση που περιβάλλει την πρώτη σκηνή με τον υποβολέα και την κρατάει σ’ όλη τη διάρκεια όσο συνεκτυλίσσονται τα τρία επίπεδα, το ρεαλιστικό, το υπερβατικό α’ με την εμφάνιση του Μάντερς και το υπερβατικό β’ με τις αναδρομικές σκηνές της ζωής του. Η σκηνοθεσία επέδειξε ευφυΐα και ικανότητα ευθέως ανάλογη με την σπουδαιότητα του έργου και εφ’ όσον το σπουδαίον σημαίνει άξιον σπουδής, ο Μιχαηλίδης σπούδασε αξίως και αξίωσε σπουδαίως το σημαντικότατο αυτό έργο του Καμπανέλλη, χωρίς πουθενά να το σκιάσει η να το επιβαρύνει.


Ο Γιώργος Τσιτσόπουλος στο ρόλο του Μάντερς έπιασε με τρυφερότητα και πόνο το παράπονο που εκφράζει ως ρόλος, έδωσε ανθρωπιά και ήθος σ’ ένα πρόσωπο που περιγράφεται στυγνό και άτεγκτο. Υπαινίχθηκε δηλαδή τον εσωτερικό αγώνα του πάστορα όσο να υποτάξει την ανθρώπινη πλευρά του. Ίσως κάποτε να ήταν λίγο περισσότερο μεσογειακά εκδηλωτικός, λίγο πιο εναργής στις εξιστορήσεις του, σαν να ενδιαφέρεται πολύ για την κρίση του υποβολέα. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο ο πάστορας αμφιβάλει για την ορθότητα των επιλογών του, οπότε ο χαρακτήρας του έχει διαφορετική υποκριτική συμπεριφορά. Οπωσδήποτε ο Τσιτσόπουλος μας άνοιξε προβληματισμό κι αυτό είναι πάντα επίτευγμα για έναν ηθοποιό.


Δεν μπορώ δυστυχώς να πώ το ίδιο για τον Γιώργο Στριφτάρη. Η νεανική ζωή του Μάντερς είναι το πεδίο των μεγάλων (η μικρών) συγκρούσεων. Οσοδήποτε ψυχρός ιδιοσυγκρασιακά κι αν είναι ένας άνθρωπος, οσοδήποτε μηχανικός, ακόμα και εξωγήινος, όταν βιώνει τις σκηνές που έχει το έργο κάτι συμβαίνει. Μόνο αν η σκηνοθετική άποψη τον θέλει τελείως απαθή , ως ξοανικό σύμβολο του μη ανθρώπου, μόνο τότε παίζεται ο ρόλος με τέτοια αναισθησία. Κοντολογίς ο Στριφτάρης μας στέρησε τον συγκινησιακό πλούτο, τις εντάσεις και τις συγκρούσεις που μας παρέχει γενναιόδωρα η πέννα του συγγραφέα.


Αντίθετα η Λίνα Μαρκάκη ξεχείλιζε από πληθωρική ευαισθησία και ανάβλυζε σε κάθε στιγμή και κατάσταση του ρόλου της ως Έλεν, που συγκινούσε όλους μας- πλήν του Στριφτάρη. Η Δήμητρα Καλπάκη είχε το κύρος της Άλβινγκ, την εντύπωση των συμβιβασμών με την υποταγμένη οργή και πίκρα της κατά του Μάντερς διαρκώς αισθητή. Ο Όσβαλντ του Φώτη Μακρή πολύ καλά και με αίσθημα διεκπεραιωμένος και ο Δημήτρης Γιαννόπουλος γλαφυρός και αληθινός ως υποβολέας. Χαρά αισθητική το ωραίο και θεατρικότατο σκηνικό της Αγνή Ντούτση, όπως και τα κοστούμια της. Η μουσική του Αντώνη Μιχαηλίδη ενισχυτική της καλής εντύπωσης.


Γιώργος Χατζηδάκης



Σχόλια Δρ. Διον.Λιάρου:


Ο Καμπανέλλης ασχολήθηκε πολύ με τις ραδιοφωνικές διασκευές πολλών θεατρικών έργων διαφόρων εποχών και συγγραφέων. Η ραδιοφωνική διασκευή προϋπέθετε το κάθε θεατρικό κείμενο να προσαρμοστει στον χρόνο της ραδιοφωνικής εκπομπής γεγονός που υποχρέωνε τον διασκευαστη να αποδομήσει το πρωτότυπο και να το ανασυνθέσει χωρίς να φαινεται η αφαίρεση του. Αυτή η ασχολία του Καμπανέλη ήταν μια σπουδή ανεκτίμητη κι όπως έχει πει και ο ίδιος στη ραδιοφωνική αυτή του αρμοδιότητα χρωστάει πολλά από την συγγραφική του ικανότητα. Ο Ίψεν υπήρξε για τον συγγραφέα μας ένας πολύτιμος δάσκαλος.


Βεβαίως η Σύφιλις ΔΕΝ είναι κληρονομική αλλά μόνον συγγενής (έτσι λέγονται οι αρρώστειες της επιτόκου που ΜΠΟΡΟΥΝ να μεταδοθούν στο νεογέννητο καθώς γεννιέται). Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ΔΕΝ κόλλησε από τη μητέρα του που είχε το αφροδίσιο νόσημα κατά πάσα πιθανότητα από τον πατέρα του (λόγος επαρκέστατος για να έχει χείριστες σχέσεις μαζί του και να έχει βάλει στη θέση του του συμβολικού "πατέρα" τον επαναστάτη Άγι Στίνα), αλλά από τη στενοχώρια του έπαθε ολική αλωπεκία (έγινε "κασίδης"). Στο δρόμο στενοχωριόταν που τον έλεγαν κασίδη, χωρίς ούτε καν ματοτσίνορα.



Comments


bottom of page